- Χέρσο
- Sp Chèrsas Ap Χέρσο/Cherso L Š Graikija
Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė.
Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė.
Χέρσο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ.) του νομού Κιλκίς. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (42 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκουν και άλλοι 3 μικρότεροι οικισμοί, το Ελευθεροχώρι (υψόμ. 60 μ.), το Ηλιόφωτο (υψόμ. 180 μ.) και η Καλίνδρια (υψόμ. 120 μ.) … Dictionary of Greek
Cherso — For the Adriatic island, see Cres. Cherso Χέρσο Location … Wikipedia
πάγος — I Αρχαία ελληνική πόλη της Πελοποννήσου, αρχαιότερη και από την Κόρινθο. Δεν υπάρχουν ιστορικά στοιχεία για την πόλη αυτή. II Πεδινός οικισμός (υψόμ. 50 μ.), στην πρώην επαρχία Σύρου, του νομού Κυκλάδων. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου. * * * (I) ο … Dictionary of Greek
προσχώνω — προσχώννυμι και προσχωννύω και προσχῶ, όω, ΝΑ 1. επισωρεύω χώμα πάνω σε κάτι, επιχωματώνω 2. (ιδίως για ποταμό) αποθέτω κάπου ιλύ και σχηματίζω νεα χέρσο ή επαυξάνω τη χέρσο που προϋπήρχε («τῶν... ταῡτα τὰ χωρία προσχωσάντων ποταμῶν», Ηρόδ.) 3.… … Dictionary of Greek
χερσογενής — ές, ΝΜ αυτός που γεννήθηκε, που εμφανίστηκε στη χέρσο, στη στεριά ή προέρχεται από τη χέρσο («ποντογενῆ, χερσογενῆ», Κ Μανασσ.) νεοελλ. φρ. «χερσογενή ιζήματα» γεωλ. αποθέσεις τού θαλάσσιου πυθμένα, που είναι προϊόντα διάβρωσης τών ηπείρων.… … Dictionary of Greek
χερσοποιώ — έω, Μ καθιστώ χέρσο, μεταβάλλω σε χέρσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χέρσος + ποιῶ*] … Dictionary of Greek
Liste der Gemeinden Griechenlands (1997–2010) — Die folgende Tabelle umfasst alle griechischen Gemeinden, die im Zuge des Kapodistrias Programms von 1997 aus knapp 6.000 kleineren kommunalen Einheiten geschaffen wurden und im Zuge des Kallikratis Gesetzes von 2010 zum 1. Januar 2011… … Deutsch Wikipedia
βωξίτης — Μετάλλευμα που αποτελεί πρώτη ύλη για την παρασκευή αλουμίνας, η οποία χρησιμοποιείται στην παραγωγή αλουμινίου. Η ονομασία (διεθνώς bauxite) προέρχεται από το γαλλικό χωριό Le Baux της Προβηγκίας, όπου βρέθηκαν τα πρώτα κοιτάσματά του. Χημικά… … Dictionary of Greek
δασώνω — [δάσος] Ι. 1. δεντροφυτεύω μια περιοχή ώστε να γίνει δάσος 2. (για τόπο) γίνομαι δασώδης, γεμίζω θάμνους («έμεινε χέρσο το χωράφι και δάσωσε») 3. (για δέντρα ή θάμνους) αποκτώ πυκνό φύλλωμα («δάσωσε η τριανταφυλλιά») 4. φρ. «σαν βάτος να δασώσει… … Dictionary of Greek
εκχερσεύω — ἐκχερσεύω (Α) κάνω κάτι χέρσο … Dictionary of Greek